Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Μια μεγάλη ψυχή ή αλλιώς.... η μεγάλη υπέρβαση.

          Πολλές φορές κουβεντιάζοντας με παλιούς και με αφορμή το ποδήλατο έχω ακούσει ιστορίες ανθρώπων που πραγματικά σε κάνουν να στέκεσαι με δέος απέναντι στο μεγαλείο της καρδιάς τους. Έτσι απόψε δεν θα σας μιλήσω για ποδήλατα και αναπαλαιώσεις αλλά για ένα γεγονός που με συγκίνησε και διαδραματίστηκε στα πέτρινα χρόνια της Ιταλο-γερμανικής κατοχής με ήρωα έναν απλό χωρικό. Την ιστορία  μου την αφηγήθηκε ένας φίλος μου ποδηλάτης ετών 88 όπου έτυχε και γνώρισε τον άνθρωπο της ιστορίας μας.
           Τα γεγονότα έλαβαν χώρα στην Αργολίδα και συγκεκριμένα σε μια περιοχή ανάμεσα στο Λυγουριό και  στην παλαιά Επίδαυρο εκεί ο ήρωας μας είχε το σπίτι του και ένα μικρο χωράφι όπου έσπερνε τριφύλλι  για να ταΐζει τα λιγοστά του ζώα.  Το όνομα αυτού του ανθρώπου ήταν μπάρμπα-Μιχάλης Π. και ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος όπου καθημερινά πάλευε για τον επιούσιο,  μακριά από ντουφέκια και ηρωισμούς με μόνο μέλημα τον καθημερινό μόχθο για την επιβίωση της οικογένειάς του. 
         Εδώ θα πρέπει να πούμε πως ο μπάρμπα-Μιχάλης ήταν ένας σχετικά μορφωμένος  άνθρωπος για την εποχή του, αφού καθημερινός διάβαζε εφημερίδα και διέθετε ραδιόφωνο στο σπίτι του το οποίο το είχε αγοράσει αρκετά πριν τον πόλεμο.  Για το λόγο αυτό  ακούγοντας και διαβάζοντας τα άσχημα νέα που έρχονταν από την Ευρώπη είχε προνοήσει και λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος είχε φτιάξει στο χωράφι του ένα μικρό κρυφό καταφύγιο για παν ενδεχόμενο μιας και είχε φοβηθεί  πως δεν πάνε καλά τα πράγματα και αισθανόταν τον πόλεμο να πλησιάζει προς την χώρα μας.    
         Στο Λυγουριό, -όταν η χώρα κατελήφθη- μιας και ήταν το κεφαλοχώρι και κομβικό σημείο διέλευσης, υπήρχε  ιταλικό φρουραρχείο για να εποπτεύει και να ελέγχει την γύρο περιοχή. Στη δύναμη της φρουράς υπήρχαν και δύο άνδρες... ο Μάριο και ο Τζουλιάνο οι οποίοι ήταν γνωστοί για το βαρύ τους χέρι και γενικά στην.... ''αποφασιστικότητα'' που έδειχναν στην επίλυση των διαφόρων προβλημάτων.        
 Ο μπάρμπα-Μιχάλης, κάθε απόγευμα πήγαινε στο χωράφι του, έβοσκε ήσυχα τα ζώα του μακριά από όλα αυτά με μοναδικό σκοπό να τελειώσει την μέρα του γερός αυτός και η οικογένεια και να έρθει η επόμενη χωρίς προβλήματα και μπελάδες.... έτσι πέρναγε ο καιρός και οι μέρες. Ξαφνικά ένα σούρουπο εκεί στην ερημιά όπου κάθονταν ήσυχος αντιλήφθηκε κάποια κίνηση μέσα σε κάτι θάμνους και δυο ανθρώπους να ξεπροβάλλουν από μέσα. Ήταν δύο Εγγλέζοι στρατιώτες οι οποίοι για κάποιο λόγο είχαν αποκοπεί και χαθεί από το τάγμα τους και προσπαθούσαν να διαφύγουν μη γνωρίζοντας όμως που και πως να πάνε, και με τεράστιο κίνδυνο να πέσουν σε ιταλική περίπολο.   Ο μπάρμπα-Μιχάλης τους λυπήθηκε...άλλωστε όπως σκέφτηκε... ''κάποια μάνα θα τους περιμένει και θα έχει την έννοια τους''...  τους περιμάζεψε, τους πήγε στο σπίτι και αφού τους έδωσε να φάνε πήγε αργά την νύχτα και τους έκρυψε στο καταφύγιο που είχε φτιάξει στο χωράφι με τα τριφύλλια καθώς ήταν πολύ επικίνδυνο να μείνουν στο σπίτι του.  Δυστυχώς όμως εκτός από ήσυχους ανθρώπους αυτός ο τόπος βγάζει και μεγάλους ρουφιάνους.... έτσι λοιπόν κάποιος είδε τον μπάρμπα-Μιχάλη που έβαζε τους Άγγλους στο σπίτι του και τον κάρφωσε στους Ιταλούς....
          Την άλλη μέρα καταφθάνει στο σπίτι ιταλικό αυτοκίνητο και συλλαμβάνει τον άτυχο χωρικό, με σκοπό να τον ανακρίνει βάσει της πληροφορίας  που έφτασε στο φρουραρχείο. Ανακριτές ήταν οι δυο Ιταλοί που προανέφερα,  οι οποίοι αφού τον λύσαξαν  στο ξύλο δεν μπόρεσαν να αποσπάσουν την ομολογία του μπάρμπα-Μιχάλη και η μοναδική απάντηση που έπαιρναν ήταν ..''δεν ξέρω,και δεν είδα τίποτα''. Αφού τον κράτησαν τρεις μέρες και εφόσον κουράστηκαν να χτυπάνε... μην μπορώντας να βγάλουν άκρη, με σπασμένα τα δόντια και γεμάτο αίματα  τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και τον έστειλαν στο σπίτι του....
          Πέρασε ο καιρός..... ο μπάρμπα-Μιχάλης συνήλθε από τα τραύματα που του άφησαν οι Ιταλοί και κατάφερε να φυγαδεύσει τους Εγγλέζους τους οποίους δεν τους ξαναείδε, και δεν έμαθε ποτέ κανένα νέο τους...   Στον παγκόσμιο χάρτη τώρα, οι Γερμανοί αρχίζουν και χάνουν τον πόλεμο... να πούμε  για όσους δεν το γνωρίζουν, ότι στην δεύτερη φάση του πολέμου οι Γερμανοί άρχισαν εκκαθαρίσεις εναντίον των Ιταλών και μάλιστα με ιδιαίτερο μίσος, θεωρώντας ότι αυτοί ήταν η αιτία που χάνουν τον πόλεμο. Μάλιστα στην Πελοπόννησο έγιναν μεγάλης έκτασης τέτοια γεγονότα όπου οι ναζί έδειξαν ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίων των πρώην συμμάχων τους.... εκτός από αυτούς που εκτέλεσαν, κάποιους τους φόρτωσαν σε πλοία όπου αργότερα τα βύθισαν,  και άλλους τους έχωσαν μέσα σε βαγόνια τρένων  και τους πέταξαν μέσα στην διώρυγα του ισθμού της Κορίνθου.
         Στο Λυγουριό μόλις έφθασαν τα άσχημα νέα ότι έρχονται οι ναζί και ότι έχει γεμίσει η περιοχή γερμανικά μπλόκα, έπεσε πανικός στο ιταλικό φρουραρχείο και άρχισαν οι Ιταλοί να τρέχουν αλαφιασμένοι στα γύρω βουνά για να μπορέσουν να ξεφύγουν από την άσχημη μοίρα τους.  Δυστυχώς όμως για τους περισσότερους δεν μπόρεσαν να γλυτώσουν.....συνελήφθησαν από τα γερμανικά μπλόκα... και χάθηκαν τα ίχνη τους.
Μακριά από όλα αυτά ο μπάρμπα-Μιχάλης και συνειδησιακά ήσυχος αφού είχε κάνει αυτό που έπρεπε και παρόλο που δεν του είχαν περάσει καλά ακόμα οι πόνοι από το τριήμερο ξύλο στο ιταλικό φρουραρχείο....  έβοσκε  τα προβατάκια του και καμάτευαι το κτήμα με τα τριφύλλια  Λόγο του κρυφού ραδιοφώνου είχε ακούσει για το κυνήγι των Ιταλών από τους Γερμανούς, και γνωρίζοντας πως όπου παλεύουν τα βουβάλια σκοτώνονται τα βατράχια.... προσπαθούσε να τσουλάει τις μέρες και να περνά ο καιρός μέχρι να φύγει το κακό από τον τόπο.
Σαν καλός γνώστης της γύρο περιοχής είχε εντοπίσει που είχαν στίσει μπλόκα οι Γερμανοί και  τους απέφευγε  γνωρίζοντας πως αυτοί είναι πιο σκληροί από τους προηγούμενους. Ένα απόγευμα λοιπόν....  και ενώ βρισκόταν καθισμένος και χαζολόγαγε σε ένα ύψωμα, βλέπει τους δύο Ιταλούς που τον είχαν ξυλοφορτώσει να προσπαθούν να διαφύγουν μέσα από μία ρεματιά, αλλά μην γνωρίζοντας καλά την περιοχή.... να πηγαίνουν κατευθείαν στο στόμα του λύκου, αφού λίγο πιο κάτω υπήρχαν Γερμανοί στρατιώτες. Μην μπορώντας να φωνάξει  τους πετάει μια πέτρα και τους κάνει νόημα να πάνε προς αυτόν... Οι Ιταλοί μόλις τoν είδαν.. τον θυμήθηκαν και πάγωσαν... μιλώντας σπαστά ελληνικά με δάκρυα στα μάτια τον εκλιπαρούσαν να μην φωνάξει και τους προδώσει στους Γερμανούς...
Ο μπάρμπα-Μιχάλης κουνώντας τα χέρια και με νόημα να πάνε προς αυτόν τους λέει...  ''Ελάτε εδώ ρε σεις δεν πειράζει.... ότι έγινε έγινε...περασμένα ξεχασμένα... δεν πειράζει, ελάτε εδώ μαζί μου και μην  βγάζετε άχνα γιατί θα σας σφάξουν οι άλλοι''.
Τους πήρε σιγά-σιγά τους έκρυψε μέσα σε ένα θάμνο μέχρι να νυχτώσει, και τους οδήγησε... που αλλού... στο κρυφό καταφύγιο που είχε κρύψει πριν λίγο καιρό και τους Εγγλέζους...
'' Μπείτε μέσα ορέ.... να εδώ είχα κρύψει και τους Εγγλέζους που τόσο ξύλο έφαγα από εσάς για να σας τους παραδώσω.... και που είστε, να ξέρετε, πως και για εσάς όσο ξύλο και αν φάω... δεν θα σας προδώσω.''
          Κοιτάχτηκαν οι Ιταλοί και γέμισαν θαυμασμό για τον άνθρωπο, αλλά συνάμα και τύψεις  για το ξύλο που του είχαν δώσει πριν λίγο καιρό... ακόμα για το πως γυρίζει καμιά φορά ο τροχός και για το πως τα φέρνει η τύχη και ο θύτης γίνετε το παρ'' ολίγον θύμα.... για το πως ο άνθρωπος που βασάνιζαν πριν μερικές μέρες έγινε ο σωτήρας τους με την δύναμη και το μεγαλείο της καρδιάς του.
          Ο  μπάρμπα-Μιχάλης τους φρόντισε, τους τάισε, και σιγά-σιγά πέρασε ο καιρός.... Με τους Ιταλούς αναπτύχθηκε φιλία όσο καιρό ήταν κριμένοι στο καταφύγιο και έτσι έκαναν όλοι μαζί υπομονή, μέχρι που πέρασε το κακό και τελείωσε ο πόλεμος...  Την τελευταία μέρα που θα έφευγαν ασφαλείς πλέον για την χώρα τους ο Μάριο και ο Τζουλιάνο ρώτησαν τον  μπάρμπα-Μιχάλη, για το πως κατάφερε και ξεπέρασε το αίσθημα της εκδίκησης, και δεν τους άφησε να πάνε στον σίγουρο θάνατο.
Ο μπάρμπα-Μιχάλης... αφού τους αγκάλιασε τους είπε.... ''Γιατί πολύ απλά.... το κακό ποτέ δεν το νικάς με κακό.... παρά μόνο με αγάπη, και όταν θα βρίσκομαι στο επιθανάτιο κρεβάτι, την ύστατη στιγμή, θέλω να έχω βαρίδια αγάπης στην ζυγαριά ώστε να με δεχθεί Δίπλα Του''.
 Οι Ιταλοί έφυγαν για την πατρίδα τους αλλά δεν ξέχασαν ούτε στιγμή τον σωτήρα τους... έρχονταν κάθε καλοκαίρι και τον έβλεπαν... όσο για τα δέματα και τα δώρα από την Ιταλία.... δεν τα προλάβαινε ο μπάρμπα-Μιχάλης.
Κάπου το 1970 πέθανε ο ήρωας της ιστορίας μας... και οι Ιταλοί μαζί με τις οικογένειές τους ήταν εκεί δίπλα στον μπάρμπα-Μιχάλη....μάλιστα την ύστατη στιγμή στο επιθανάτιο κρεβάτι του κράτησαν και του φίλησαν το χέρι ευχαριστώντας τον για άλλη μια φορά,  και έτσι ο μπάρμπα-Μιχάλης έκλεισε τα μάτια του ανάλαφρος γεμάτος γαλήνη και ευχαρίστηση....



Η παραπάνω ιστορία είναι απολύτως πραγματική και μου την διηγήθηκε ένας άνθρωπος τον οποίο σέβομαι και εκτιμώ ιδιαίτερα καθώς είναι ο δάσκαλός μου στην μελισσοκομία και παλιός ποδηλάτης... και γράφω παλιός αφού είναι 88 χρονών και φοβάται πια να καβαλήσει ποδήλατο. Φυσικά γνωρίζω και το πλήρες όνομα του ήρωά μας αλλά δεν θα το δημοσιεύσω αφού δεν ξέρω τους απογόνους του και δεν έχω την άδεια τους.
Καλό βράδυ.